θεσμοφόρου

θεσμοφόρου
θεσμοφόρος
law-giving
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεσμοφόρια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Θεσμοφόρας Δήμητρας, σχετική με τη γονιμότητα της γης και την ευγονία των γυναικών. Τα Θ., στα οποία μετείχαν μόνο έγγαμες γυναίκες, τελούνταν τον μήνα Πυανεψιώνα (μέσα Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου), που συνέπιπτε με …   Dictionary of Greek

  • θεσμοφόριος — θεσμοφόριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος ονομασία μήνα στους Ροδίους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῑον ναός τής Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια 3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» είδος δακτυλικού μέτρου …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”